κόκκυγα

κόκκυγα
κόκκῡγα , κόκκυξ
cuckoo
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοκκυγωδυνία — η ιατρ. πόνος που εντοπίζεται στον κόκκυγα και οφείλεται σε νευραλγία τών οπίσθιων κλάδων τών ιερών νεύρων ή σε βλάβη τού ίδιου τού κόκκυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccygodynia < coccyg(o) (< κοκκυγ < κόκκυξ) + odynia (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ανακούρκουδα — και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) επίρρ. 1. με λυγισμένα τα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. οκλαδόν 3. ύπτια, ανάσκελα 4. με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ.,… …   Dictionary of Greek

  • επικοκκάστρια — ἐπικοκκάστρια, ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α) 1. αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων ἀντῳδός ἐπικοκκάστρια», Αριοτοφ. σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν») 2. κατά τη γραφή ἐπικοκκύστρια σημαίνει αυτήν που μιμείται κατά κάποιον τρόπο τη φωνή τού… …   Dictionary of Greek

  • ιεροκοκκυγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ιερό οστό και στον κόκκυγα (α. «ιεροκοκκυγική άρθρωση» β. «ιεροκοκκυγικό πλέγμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κοκκυγικός (< κόκκυξ). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • ισχιοκοκκυγικός — ή, ό ο σχετικός με τα ισχία και τον κόκκυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ischiococcygien < ischio (πρβλ. ισχίον + coccygien (πρβλ. κοκκυγικός)] …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • κόκκυ — (Α) 1. κούκου, η φωνή τού κόκκυγα, τού κούκου 2. (ως επιφών.) εμπρός, γρήγορα («κόκκυ, μεθεῑτε» εμπρός, γρήγορα, αφήστε, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. *kuku (που οφείλεται σε ονοματοποιία από μίμηση τής φωνής τού κούκου), προήλθε από… …   Dictionary of Greek

  • λαγονοκοκκυγικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται συγχρόνως στις λαγόνες και στον κόκκυγα …   Dictionary of Greek

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

  • μικρορροπύγιος — μικρορροπύγιος, ον (Α) (για πτηνά) αυτός που έχει μικρό ὀρροπύγιον*. μικρή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ὀρροπύγιον «το κάτω άκρο του οστού τού κόκκυγα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”